- μυρίαθλος
- μυρίαθλος και ποιητ. τ. μυριάεθλος, -ον (Α)ήρωας μυρίων αγώνων, άνδρας με μυριάδες αγώνεςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρίαθλονμυριάδα αγώνων («οὐχ ὅτι πρὸς πένταθλον, ἀλλ' εἰς μυρίαθλον ἀποδυσάμενος», Ακρόπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + ἆθλος (πρβλ. αρίστ-αθλος)].
Dictionary of Greek. 2013.